Συνοδηγός στο αμάξι σου, χάζευα τον ουρανό δυο ώρες πριν τη δύση,
την ώρα που τα σύννεφα ντύνονταν χρυσαφιά,
και ξαφνικά σκάει μια ηλιαχτίδα ανάμεσα τους, χωρίζοντας τα,
βρίσκοντας τον δρόμο της σε μας.
Αυτή προσπαθούσε να μας φτάσει, να αγγίξει το χώμα, τα φυτά,
κι εγώ σκεφτόμουν πως να την αρπάξω, να φτάσω να αγγίξω τα σύννεφα
και να πετάξω να συναντήσω τα πουλιά.
Σε μια χαραμάδα ανάμεσα σε νεφέλες και φτερά,
να μπω για να κρυφτώ, λουσμένη με φως να προσπαθώ,
να ξεγελάσω τον ίσκιο της καρδιάς μου.
Προσπαθώ να πετάξω, να απλωθώ και με βαραίνει η ύπαρξη μου,
σα βράχος ασταθής, που τραντάζεται, ταλαντεύεται
και κατρακυλάει στις χαράδρες της ψυχής μου, τραβώντας με μαζί του.