Ξεχάσαμε την ομορφιά του ουρανού, την ζεστασιά του ήλιου, το θρόισμα των φύλλων και τον ήχο της θάλασσας…
Στριμωγμένοι σε άπειρα κτίρια και περιτριγυρισμένοι από λεωφόρους που ξερνάνε διαρκώς αυτοκίνητα,
καλύψαμε τον ορίζοντα με θεόρατες κατασκευές και αντικαταστήσαμε τα δέντρα με πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος.
Αντιμετωπίζουμε την άγρια βλάστηση σαν αποτρόπαιο και αδηφάγο αγριόχορτο προς εξόντωση
και πασχίζουμε να φυτέψουμε πετούνιες και πανσέδες στα πεζοδρόμια.
Τα φύλλα που αναριγούν στο άγγιγμα του ανέμου και ο παφλασμός των κυμάτων στην ακτή,
έγιναν ήχοι χαλάρωσης και διαλογισμού στο κινητό, ψυχροί και αδιάφοροι χωρίς το χάδι του ανέμου και το φιλί μιας ηλιαχτίδας.
Κρυώνουμε από την μοναξιά, αγκαλιασμένοι από απρόσωπα πλήθη κι ένα ατέλειωτο γκρίζο που γεμίζει τις πόλεις.
Καταμεσής μιας εποχής ανθρώπινου ψύχους, γράφω λοιπόν για να ξεπηδήσει μια σπίθα απ’ το χαρτί,
ελπίζοντας να ζεστάνει παγωμένες καρδιές και αδιάφορα βλέμματα.
Χώσε τα δάχτυλά σου βαθιά στην άμμο, νιώσε τη ζεστασιά της γης, περπάτησε κατα μήκος της ακτής,
εκεί που σκάει το κύμα, κι άσε όλες τις έννοιες σου εκεί, ας χαθούν στις αναρίθμητες αβύσσους της θάλασσας.
Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, μέτρα αστέρια, γαλαξίες και πλανήτες, τεντώσου προσπάθησε να τα αγγίξεις.
Χάιδεψε κορμούς και φύλλα, ακούμπησε το χώμα και ξεπλύσου σε ένα ποταμάκι, μύρισε αγριολούλουδα,
ξάπλωσε στη λιακάδα και ξέχνα την ώρα, έτσι κι αλλιώς ο χρόνος είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα,
όρισε τον εσύ για σένα και ζήσε όσα μπορείς τώρα, γιατί το αύριο είναι μια απάτη και το χτες είναι νεκρό.