Έλα  σιωπηλά, αθόρυβα.Έλα με βήμα αίλουρου,με προθέσεις  θηρευτή.Έλα  τρελαμένος από  πάθος,μεθυσμένος  από  έρωτα.Έλα  απελπισμένος από  αγάπη, εξαντλημένος από το καρδιοχτύπι.Έλα  διψασμένος για κατανόηση,για μια αγκαλιά  απάνεμο λιμάνι.Έλα  να χαθούμε  ο ένας  στα μάτια  του άλλου και σαν σμίξουν τα κορμιά,να ξαναγεννηθούμε σαν ένα.

Θυμάμαι μεγαλώνοντας να με παραξενεύει το γεγονός ότι τα δάκρυα μου ήταν αλμυρά. Συχνά σκεφτόμουν ότι αφού είχα πικραθεί, ίσως να έπρεπε να ήταν πικρά,  ή αν έκλαιγα από χαρά, να ήταν γλυκά. Μετά κατάλαβα γιατί έπρεπε τα δάκρυα μας να είναι αλμυρά… Ξεχειλίζει η θάλασσα από μέσα μας για να ξεπλύνει τη στεναχώρια. Πλένεται…

Όταν είναι ενθουσιασμένη, να την αγαπάς πιο πολύ,  γιατί σημαίνει ότι έχει πάθος μέσα της ακόμα. Όταν σου μιλάει άκου, όσο ασήμαντο κι αν σου φαίνεται αυτό που λέει,  για εκείνην είναι σημαντικό και θέλει να το μοιραστεί μαζί σου. Όταν κλαίει μπροστά σου, το κάνει γιατί έχει ξεχειλίσει το μέσα της  και θέλει εσύ…

Έχω κουραστεί να ζητιανεύω το φιλί σου. Έχω εξαντληθεί ζητώντας σου αγάπη και κατανόηση. Έχω μαραθεί ποτίζοντάς σε, είσαι σαν άβυσσος που δε μπορώ να γεμίσω. Έχω στραγγίξει από λέξεις, έχω υπερχειλίσει από δάκρυα, έχω πνιγεί στην απόρριψη και στην απογοήτευση. Δεν έχω τίποτα άλλο να πώ, δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω. Έχω αφεθεί…

Είναι κάποιες μέρες που νιώθω ότι σε ξεπέρασα και είμαι πια καλά. Που σε σκέφτομαι χωρίς να δακρύζω, που περιπλανιέσαι στο μυαλό μου χωρίς να επιβάλλεσαι στη σκέψη μου. Είναι και κάτι άλλες νύχτες όμως, που νιώθω ότι η απουσία σου σκίζει το είναι μου, κουρελιάζοντας τη ψυχή μου. Αυτές τις νύχτες λοιπόν, ουρλιάζω σιωπηλά…

Κι όταν έρθει πάλι η στιγμή να βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο πως θα σε κοιτάξω στα μάτια; Πώς θα προσποιηθώ ότι ήμασταν κάποτε απλά δύο φίλοι, γνωστοί άγνωστοι, που για κάποιο περίεργο βίτσιο της μοίρας ξανασυναντιούνται κι αναγκάζονται να ανταλλάξουν αμήχανα χαμόγελα, τυπικές κι ανόητες χειραψίες αντί για πολυπόθητες αγκαλιές;  Μισό μέτρο το ένα κορμί…

Γιατί κουράστηκαν οι λέξεις μάτια μου να τις παιδεύω για χάρη σου. Να τις ανακατεύω, να τις σβήνω, να τις βάζω σε σειρά, να τις μουτζουρώνω ξανά και ξανά. Κουράστηκαν να σου πλάθουν εικόνες κι εσύ να γυρνάς απ’ την άλλη, να σου απαγγέλουν ποιήματα, κι εσύ να κλέινεις τα αυτιά. Κάπως έτσι άδοξα λοιπόν,…

Λένε, ότι στα παιδιά σου πρέπει να αφήνεις ρίζες  για να κρατηθούν και φτερά για να πετάξουν. Μεγάλωσα πια…. Μαμά, οι ρίζες μου είναι ρηχές, δε με κρατάνε… Μπαμπά, τα φτερά μου είναι μικρά και μαδημένα, δε μπορώ να πετάξω… Κι έτσι έμεινα εδώ, σε ένα δικό μου καθαρτήριο, χωρίς να έχω κάπου να στηριχτώ,…

Σε ψάχνω συνεχώς στους στίχους, στις λέξεις,  σε κάθε γωνιά του μυαλού μου, σε κάθε χαραμάδα της ψυχής μου. Ο ήχος, το χρώμα της φωνής σου, ξεθωριασμένη ανάμνηση πια, τα λόγια σου όμως, δε μπορώ να τα λησμονήσω. Μου λείπεις…. Πολύ λίγο σε είχα, αλλά συνδέθηκα μαζί σου με έναν τρόπο μοναδικό. Ένα κομμάτι μου…

Κι αφού δε γνωριστήκαμε ποτέ, κι αφού τα μονοπάτια μας δε συναντήθηκαν, ας παραμείνουμε ανεκπλήρωτοι έρωτες. Χείμαρροι που έσβησαν την άνοιξη, άνθη που δεν άντεξαν τη μανία του ανέμου, πουλιά που δεν πέταξαν ποτές… 08/04/2016