Εκπνέω βαθιά προσπαθώντας να αποβάλω το μαύρο σύννεφο που φώλιασε στο στήθος μου. Εισπνέω λαίμαργα, καθάριο, κρύο αέρα για να διαλυθεί η καταιγίδα που περικυκλώνει τη ψυχή μου.
Πέφτει η βροχή στο πρόσωπό μου και σμίγεται με τις ψιχάλες που τρέχουν απ’ τα μάτια μου, κι ελπίζω οι λυγμοί μου να πνίγονται στους ήχους των βροντών που ηχούν μέσα από τους ανησύχους ουρανούς ολόγυρά μου.
Με κάθε εκπνοή το σύννεφο συστρέφεται, με κάθε εισπνοή η καταιγίδα λυσσάει, με κάθε ψιχάλα στραγγίζει το φως.
Σκοτάδι μέσα μου ο θυμός, βροχή η απογοήτευση, λιγοψυχάει η ελπίδα στη βροντή, βουίζει άγρια ο αέρας στο κενό εντός μου.