Σαν τον ύστατο κλαυθμό ενός νεκρού ποιητή,
σαν πίνακας που ταξίδεψε από την Αναγέννηση
για να θρηνήσει το παρόν, έτσι ήρθες και με τρόμαξες.
Σαν αλαβάστρινο άγαλμα που ήθελε να ξαναλαξευτεί,
να αποτινάξει από πάνω του το ζυγό που του κληροδότησε ο δημιουργός του,
έτσι φώναξες και χτυπήθηκες για να αλλάξεις όψη και με ξάφνιασες.
Ξαναγεννήθηκες μπροστά στα μάτια μου σαν πεταλούδα,
σαν στίχος δικού σου τραγουδιού και με συνεπήρες
και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό, γιατί μαζί σου άλλαξα μορφή κι εγώ.